-
1 εἴρω
εἴρω (1) (root ϝερ, cf. verbum), assumed pres. for fut. ἐρέω, -έει, -έουσι, part. ἐρέων, ἐρέουσα, pass. perf. εἴρηται, part. εἰρημένος, plup. εἴρητο, fut. εἰρήσεται, aor. part. dat. sing. ῥηθέντι: say, speak, declare; strictly with regard merely to the words said; announce, herald, ( Ἠώς) Ζηνὶ φόως ἐρέουσα, Il. 2.49; ( Ἑωσφόρος) φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν, Il. 23.226.εἴρω (2) (root σερ, cf. sero), only pass. perf. part. ἐερμένος, plup. ἔερτο: string, as beads; μετὰ (adv.) δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο, at intervals ‘was strung’ with beads of amber, Od. 15.460 ; ὅρμος ἠλέκτροισιν ἐερμένος, Od. 18.296; γέφῦραι ἐερμέναι, ‘joined’ in succession, Il. 5.89.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἴρω
См. также в других словарях:
τήμος — και τᾱμος Α επίρρ. τότε, σε εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος («ἦμος δ Ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῑαν... τῆμος πυρκαϊκὴ ἐμαραίνετο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆμος, συσχετικό τού αναφορ. ἦμος (πρβλ. τέως: ἕως), έχει σχηματιστεί από … Dictionary of Greek